- Σκύθ'
- Σκύθα , Σκύθηςrudemasc voc sgΣκύθα , Σκύθηςrudemasc nom sg (epic)Σκύθαι , Σκύθηςrudemasc nom/voc plΣκύθᾱͅ , Σκύθηςrudemasc dat sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκύθ' — σκύθε , σκύθος masc voc sg σκυτί , σκυτίς leather amulet fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακέφαλος — Αυτός που δεν έχει κεφάλι. Ο άναρχος. Μεταφορικά, ο απερίσκεπτος, ο ανόητος, ο άμυαλος. (Βοτ.) Ονομασία της ωοθήκης που είτε δεν έχει στύλους είτε αυτοί φύονται από τα πλάγια ή τη βάση της (π.χ. βοραγινίδες, χειλανθή). (Ζωολ.) Ονομασία που δόθηκε … Dictionary of Greek
σάμαινα — ἡ, Α (στη Σάμο) είδος πεντηκόντορου πλοίου που κατασκευάστηκε στη διάρκεια τής τυραννίας τού Πολυκράτους, είχε πλώρη όμοια με το ρύγχος χοίρου και η μορφή του χρησιμοποιήθηκε ως σημείο ή τύπος στα σαμιακά νομίσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σάμος + κατάλ.… … Dictionary of Greek
σπού — Α (σκυθ. λ.) οφθαλμός … Dictionary of Greek
τόξο — Όπλο που αποτελείται από μια βέργα, στις άκρες της οποίας είναι δεμένη μια χορδή από σχοινί ή νεύρο. Η χορδή τεντώνεται δυνατά και αφήνεται απότομα ελεύθερη την κατάλληλη στιγμή, δίνοντας βίαιη ώθηση στο βέλος, που το κάνει να πετάξει προς τον… … Dictionary of Greek
χρόνος — I Κατά την αρχαία ελληνική μυθολογία, ο X. ήταν θεότητα που προσωποποιούσε την αιωνιότητα. Πρώτος ο Φερεκύδης ανέφερε τον X. ως θεότητα. Οι Ορφικοί παραδέχονταν τον X. ως αρχή του κόσμου. Η θεοποίηση του X. παρατηρείται και στους ποιητές των… … Dictionary of Greek